- μεταγραφηματικός
- -ή, -όγλωσσ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταγραφή2. το θηλ. ως ουσ. η μεταγραφηματικήγλωσσ. η μελέτη τών ποικίλων επινοημάτων που χρησιμοποιούνται συγχρόνως ή επιπροσθέτως προς τη γραφή, αλλ. παραγραφηματική.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + γραφηματικός (< γράφημα)].
Dictionary of Greek. 2013.